- φεμινισμό
- feminizm
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
αντιφεμινισμός — ο η αντίθεση προς τον φεμινισμό … Dictionary of Greek
αντιφεμινιστής — ο ο αντίθετος προς τον φεμινισμό … Dictionary of Greek
φεμινιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον φεμινισμό ή στον φεμινιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεμινισμός / φεμινιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. φεμινιστικόν, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Βαρντά, Ανιές — (Agnés Varda, Βρυξέλλες 1928 –). Γαλλίδα σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ελληνικής καταγωγής. Θεωρείται η γιαγιά του νέου κύματος στον γαλλικό κινηματογράφο. Η Β. σπούδασε φωτογραφία και εικαστικές τέχνες. Η πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους, La… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
αντιφεμινισμός — ο (λ. λατ.), η εναντίωση στο φεμινισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεμινιστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το φεμινισμό (βλ. λ.), αυτός που ταιριάζει στους οπαδούς του: Φεμινιστικές αντιλήψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)